
Θες. Όμως ξέρω ότι δε μπορείς. Δε φτιάχνονται αλήθειες με ψέματα.
Μεγάλωσα και βαριέμαι λίγο τα χρώματα και ξεχειλίζω από ψέματα. Δε καταφέρνουν ξέρεις να κάνουν κανέναν ομορφότερο, ούτε και πιο ευτυχισμένο και σίγουρα ποτέ ούτε ένα γραμμάριο φράουλα περισσότερο απ’ το μισό που φαίνεται να είναι.
Συναρμολόγησα όλα τα μισά που γνώρισα και έφτιαξα χιλιάδες τοίχους. Τους έβαψα λευκούς με μαύρους κύκλους για να γυρίζω γύρω-γύρω κάθε μέρα μέσα τους κι ύστερα να βγάζω το μάτι μου και να το πετάω πίσω απ’ τη γραμμή του τίποτα και να βρίσκω πάντα κέντρο.
Αν με ήξερα θα έκλαιγα μπροστά μου. Σου το ορκίζομαι πως δε μου λείπω. Μου λείπει η μάλλινη ζακέτα μου και το ασπρόμαυρο πάπλωμα σου. Το καλοκαίρι δεν αντέχει πια να με περικυκλώνει για να με νικήσει και έχουμε πια κι οι δυο παραιτηθεί απ’ το παιχνίδι του “ζήταγιανασουδώσωκάτι”.
Δεν είσαι τίποτα. Πάρε μια τσίχλα φράουλα να πάθεις ασφυξία.